ισοκληρονόμος

ισοκληρονόμος
ἰσοκληρονόμος, -ο ν (Α)
αυτός που παίρνει ίση κληρονομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοκληρονόμον — ἰσοκληρονόμος inheriting equally masc/fem acc sg ἰσοκληρονόμος inheriting equally neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκληρονόμους — ἰσοκληρονόμος inheriting equally masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • ισόκληρος — ἰσόκληρος, ον (Α) ίσος κατά τον κλήρο, κατά την περιουσία, ισοκληρονόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλήρος (< κλῆρος), πρβλ. ολιγό κληρος, ολό κληρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”